- χαλκόκτυπος
- χαλκό-κτῠπος, ον, = foreg.1, καναχά prob. in B.13.16; κύμβαλα, Diog.Ath.1.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόκτυπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόκτυπος — ον, Α χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek
χαλκοκτύπων — χαλκόκτυπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek